Του Χατζησταυρή τ’ αγόρι που το λέγανε Γρηγόρη δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ξημερώνεται στη Σμύρνη. Κάτω στα ντερσέκια τα παλιά βλέπει να περνάει μια κοπελιά. Ήταν κόρη του πασά και τη λέγαν Αϊσά. Ο Γρηγόρης βόλτα βόλτα φτάνει στου πασά την πόρτα μα του φέρνει το χαμπέρι γυφτοπούλα από τ’ Αλγέρι. Χτες, του λέει, που φούντωσ’ η φωτιά έριξα για σένα τα χαρτιά. Τη ζωή σου αν αγαπάς τέτοια πόρτα μη χτυπάς. Του Χατζησταυρή τ’ αγόρι κλαίει για του πασά την κόρη. Και Χριστός κι Αλλάχ αντάμα άρχισαν κι αυτοί το κλάμα. * [Όλα τα τραγούδια page 238]