Η Παναγία των Πατησίων

Τη μέρα που γεννήθηκα με πήρανε τρεις γύφτοι
και στράτα στράτα μ’ έφεραν εδώ στον Ποδονίφτη
τα σπίτια τότε φτωχικά ξεσκέπαστο το ρέμα
το γάλα ήταν όνειρο και παραμύθι η κρέμα.

Μα εμένα μου ’δωσε η ζωή λαχταριστές καμπύλες
που για τους άντρες άνοιγαν των ουρανών τις πύλες
και μου ’λεγαν στενάζοντας καθώς με παίρναν πρέφα:
Εσύ κερδίζεις μάνα μου και κύπελλο Ουέφα.

Απ’ αριθμούς και γράμματα δε σκάμπαζα ούτε λέξη
κι ένα παιδί της γειτονιάς που ’χα μαζί του μπλέξει
έπαιζε με τ’ ακορντεόν σε μια μικρή ορχήστρα1
και με το ζόρι μ’ έβαλε να γίνω τραγουδίστρα.

Βγήκα στο πάλκο μια βραδιά κι ω θαύμα των θαυμάτων
πάψαν των σκύλων οι φωνές κι οι τσαχπινιές των γάτων
και μου ’λεγαν οι φίλοι μου παιδιά του εργοταξίου:
εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου.

Με τον καιρό βαρέθηκα τον ακορντεονίστα
τα λόγια του μου φέρνανε και κούραση και νύστα
έτσι λοιπόν παντρεύτηκα κάποιο συνταξιούχο2
κι είχα σπιτάκι καθαρό σιδερωμένο ρούχο.

Κι έμαθα σα λησμόνησα3 του τραγουδιού τα φάλτσα
να φτιάχνω φίνο μουσακά και μακαρόνια σάλτσα
κι όλοι μου λέγαν σε γιορτές σε γάμους και βαφτίσια:
Εσύ θα γίνεις Παναγιά μια μέρα στα Πατήσια.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια page 347]

1. έπαιζε μου ’πε ακορντεόν σε μια μικρή ορχήστρα.

2. γι’ αυτό κι εγώ παντρεύτηκα με κάποιο συνταξιούχο.

3. σαν παράτησα.