Κάτω στα τριπόταμα δίψασα κι απόκαμα ώσπου βρήκα — Παναγίτσα μου ίσκιο στην ιτιά και νερό στη ρεματιά. Τ’ άλογό μου πότισα κι όταν πια ξαπόστασα είδα ξάφνου — Παναγίτσα μου να ’ρχεται μια γριά μια κυρούλα καλογριά. Ταπεινά τη ρώτησα γνώρισες γερόντισσα το αγόρι — Παναγίτσα μου τ’ αγγελόκρουστο που ’χε φίλο το Χριστό; Στρατοκόπε τι ρωτάς δέκα χρόνους περπατάς και γυρεύεις — Παναγίτσα μου το χλωμό παιδί σα φεγγάρι σε κλαδί. Η ζωή το μοίρανε κι ήρθαν και το πήρανε να το πάνε — Παναγίτσα μου πέρ’ απ’ τη Φραγκιά μια βραδιά μ’ αστροφεγγιά. Απελάτη θα το δεις στ’ όνειρό σου αποβραδίς μα τα δάκρυα — Παναγίτσα μου μάθε να κρατείς: ο Θεός είν’ ο κριτής. * [Όλα τα τραγούδια pages 272–273] κυρούλα: γιαγιά, τιμητική προσφώνηση γερόντισσας. αγγελόκρουστο: λέξη προφανώς επινοημένη από το αγγελοκρουσμένος, που σημαίνει «τρομαγμένος, σεληνιασμένος, ετοιμοθάνατος». στρατοκόπος: οδοιπόρος. απελάτης: άτακτος πολεμιστής, συνήθως αραβικής καταγωγής, που δρούσε στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. [From ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ. See page 263.]