(σχεδίασμα) Στο βράχο στη Μονεμβασιά μπήκα κι εγώ στην εκκλησιά ν’ ανασπαστώ τη χάρη Της κι ήρθαν στο νου μου τα παλιά σα φίδι στην αητοφωλιά σαν καύτρα στο λυχνάρι Της. ............................................ Πάντα στον κόσμο θα ’ρχεται Παρασκευή Μεγάλη και κάποιος θα σταυρώνεται για να σωθούν οι άλλοι. Ανήμερα της Παναγιάς ο Κωσταντής κι ο Πανουργιάς κι η μάνα τους η Νίκαινα που με το πες και πες και πες μέσα σε μπόρες κι αστραπές τ’ ανάστησε σα λύκαινα. ............................................ Θέλω να πας αποσπερού στο μοναστήρι του Διρού που ψέλνει ο παπ’-Ανέστης κι αν σε ρωτήσει η παπαδιά κλάψε για τ’ άμοιρα παιδιά και την αλήθεια πες της. ............................................ Απ’ το στενό του Πασσαβά ............................................ Του Κάτω κόσμου ο βασιλές. ............................................ Οι φοβεροί Νικλιάνοι. ............................................ ............................................ Και με σπαθί δαμασκηνό κόβω στα δυο τον ουρανό να ’χει διπλό Παράδεισο τον έναν για τον Κωσταντή ταμένο στην Υπαπαντή τον άλλο για τ’ αδέρφι του τον πιο μικρό τον Πανουργιά που ’γινε σκόνη και σκουριά πάνω στη γη τη στέρφη του. ............................................ Πάντα στον κόσμο θα ’ρχεται Παρασκευή Μεγάλη και κάποιος θα σταυρώνεται για να σωθούν οι άλλοι. * [Όλα τα τραγούδια pages 687–688] Ο Γκάτσος είχε στον νου του ένα μεγάλο συνθετικό τραγούδι στον ρυθμό του μανιάτικου μοιρολογιού, που θα αναφερόταν στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Θα το μελοποιούσε ο Σταύρος Ξαρχάκος, ωστόσο δεν το ολοκλήρωσε ποτέ, εγκλωβισμένος, ίσως, σε μια παλαιότερη γλώσσα. See page 685.