Ο Βόμπιρας ο Μόμπιρας

Ο Βόμπιρας ο Μόμπιρας
κι ο Μικροκωνσταντίνος
μια μέρα ξεκινήσανε
στον πόλεμο να παν.

Περίμεναν τον άρχοντα
ν’ αρματωθεί κι εκείνος
κι απ’ τα βαθιά χαράματα
την πόρτα του χτυπάν.

Έτσι κι εγώ κάποιο βραδάκι
πήρα τους δρόμους μοναχή
είχε σηκώσει βοριαδάκι 
έδιωχν’ η νύχτα τη βροχή
και στο παλιό καφενεδάκι
δε με περίμενε ψυχή.

Ο Βόμπιρας ο Μόμπιρας 
κι ο Μικροκωνσταντίνος
τα νιάτα τους αφήσανε
σ’ απάτητα βουνά.

Μα πάνω από το μνήμα τους
εφύτρωσ’ ένας κρίνος
να τους θυμάται ο άρχοντας
και να τους προσκυνά.

Έτσι κι εγώ κάποιο βραδάκι
πήρα τους δρόμους μοναχή
είχε σηκώσει βοριαδάκι
έδιωχν’ η νύχτα τη βροχή
και στο παλιό καφενεδάκι
είπα κρυφά μια προσευχή.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 188–189]

[From ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ. See page 181.]