Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο εκεί που ανθίζει η φοινικιά δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο δώρα κρατώντας και προικιά. Ο ένας ήταν Ιρλανδός ο άλλος ήταν Ιουδαίος. Δίψα τους έκαιγε τα χείλη μα πριν φωνάξουν1 τη βροχή είδαν στην έρημο μια πύλη που ’γραφε τέλος και αρχή. Μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος. Πέρασαν τα μεγάλα τείχη και γύρω από την αγορά κάποιον ρωτήσανε στην τύχη που είν’ ο γάμος κι η χαρά. Τον ρώτησε ο Ιρλανδός τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος. Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια τους έδειξε στο χώμα εμπρός δυο πεθαμένα περιστέρια που ηταν η νύφη κι ο γαμπρός. Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός και δάκρυσε κι ο Ιουδαίος. * [Όλα τα τραγούδια page 61] [From ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. See page 57.] 1. καλέσουν.