Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος

Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο
εκεί που ανθίζει η φοινικιά
δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο
δώρα κρατώντας και προικιά.

Ο ένας ήταν Ιρλανδός
ο άλλος ήταν Ιουδαίος.

Δίψα τους έκαιγε τα χείλη
μα πριν φωνάξουν1 τη βροχή
είδαν στην έρημο μια πύλη
που ’γραφε τέλος και αρχή.

Μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός
πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος.

Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και γύρω από την αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
που είν’ ο γάμος κι η χαρά.

Τον ρώτησε ο Ιρλανδός
τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος.

Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια
τους έδειξε στο χώμα εμπρός
δυο πεθαμένα περιστέρια
που ηταν η νύφη κι ο γαμπρός.

Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός
και δάκρυσε κι ο Ιουδαίος.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια page 61]

[From ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. See page 57.]

1. καλέσουν.