Ο Ξένος ήρθε μιαν αυγή απ’ των παραμυθιών τη γη. Ποιος είναι ρωτάνε όλοι κι απορούν να καταλάβουν δεν μπορούν. Άλλοι τον λεν Αυγερινό άλλοι τον λένε Χάροντα μα εκείνος σαν τον ουρανό με συντροφιά του τ’ όνειρο είναι μακριά είναι κοντά σωπαίνει και δεν απαντά. Σαν πέσει ο ήλιος1 ξεκινά να βρει γιατάκι στα βουνά όμως δεν έμαθε κανείς αν είναι αητός ή Διγενής. Ο Ξένος αιώνες αγρυπνά σκοτάδια τριγύρω του πυκνά. Στου κόσμου τον ύπνο το βαθύ μια μέρα κι αυτός θα σταυρωθεί. Όλοι σας τον γνωρίσατε μα δεν τον ξεχωρίσατε. Ήρθε κοντά σας μια φορά στο δρόμο και στην αγορά σαν ήλιος και σαν αστραπή μα κανενός δεν το ’χε πει. Μόνο σαν μεταλάβετε τότε θα καταλάβετε πως ήταν άγουρο παιδί και κράταγε στα χέρια του μαζί με τ’ άλλα αστέρια του του Παραδείσου το κλειδί. * [Όλα τα τραγούδια page 201] [From ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ. See page 181.] 1. η νύχτα.