Ο ψαράς

Μάινα κι έγια μόλα
Άγιε μου Νικόλα
στα μπουγάζια όλα
φέρε μας καλοκαιριά.

Στα στενά της αγοράς
ένας γέροντας ψαράς
είχε μάτι πόκοβε
κι όμως δεν επρόκοβε.
Τον ερώτησα γιατί
δεν του βγαίνει το χαρτί
κι είπε κάτσε να σου πω 
της καρδιάς μου το σκοπό.

Στης ζωής το πέλαγο
που αρμένιζα κι εγώ
μια γοργόνα φίλησα
με τον ήλιο μίλησα.
Μα σα γύρισε η χρονιά
και σαπίσαν τα πανιά
τα νερά μαυρίσανε
τα λιμάνια κλείσανε
κι όσοι αγαπήσανε
σβήσανε...

Μάινα κι έγια μόλα
Άγιε μου Νικόλα
στα μπουγάζια όλα
φέρε μας καλοκαιριά.

Μιαν αυγή στην αγορά
δεν τον είδα τον ψαρά
άλλοι μου ’παν χάθηκε
άλλοι πως τρελάθηκε.
Νύχτες δεν κοιμήθηκα
τον καημό του ντύθηκα
κι ήρθα πάλι να σας πω
το θλιμμένο του σκοπό.

Στης ζωής το πέλαγο…

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 592–593]