Ο Ζαφείρης

Σήκω Ζαφείρη μ’ σήκω
σήκω κι άλλαξε
στο βλέφαρό σου απάνω
μέρα χάραξε.

Σήκω να ιδείς τον ήλιο
σταυραδέρφι μου
τον νταϊρέ να κρούσω
και το ντέφι μου.

Χάι χάι
ο Χάρος δε ρωτάει.
χούι χούι
ούτ’ ο Θεός ακούει.

Σήκω Ζαφείρη μ’ σήκω
σήκω μπράτιμε
και στ’ αλαφριά σου χέρια
πάλε κράτει με.

Σήκω να βγεις στ’ αλώνι
διωματάρη μου
τραγούδι να βαρέσω
στο γιογκάρι μου.

Χάι χάι
ο Χάρος δε ρωτάει.
χούι χούι
ούτ’ ο Θεός ακούει.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 282–283]

Την ιδέα γι’ αυτό το τραγούδι φαίνεται πως ο Γκάτσος την πήρε από δρώμενο που συνηθίζεται την Πρωτομαγιά και όλη την άνοιξη στο Ζαγόρι της Ηπείρου. Όπως μας πληροφορεί ο Γ. Α. Μέγας στο βιβλίο του Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας (εκδ. Οδυσσέας, 21992), «τα κορίτσια του χωριού, που βγαίνουν και βόσκουν τ’ αρνάκια στα γρασίδια, παίζουν το Ζαφείρη. Ένα παιδί  —να πούμε το Μαγιόπουλο—  κάνει τον πεθαμένο· ξαπλώνεται απάνω στο χλωρό χορτάρι και τα κορίτσια τον στολίζουνε με άνθη και με πράσινα κλαδιά. Ύστερα κάθονται τριγύρω και αρχίζουνε το θρήνο και τον οδυρμό:

		Για ιδέστε νιο που ξάπλωσα, για ιδέστε κυπαρίσσι!
		Δε σειέται, δε λυΐζεται, δε σέρν’ τη λεβεντιά του. […]

Έπειτα φωνάζουν: Σήκου, Ζαφείρη, σήκου! Και ο Ζαφείρης ξεπετιέται και τρέχουν όλοι τραγουδώντας στα χωράφια». 
νταϊρές: μικρό τύμπανο, ταμπουρίνο.
κρούσω < κρούω: χτυπώ.
μπράτιμος: αδερφοποιτός, σταυραδερφός.
διωματάρης: ωραίος και ευγενικός στο διώμα, στη θωριά.
γιογκάρι: έγχορδο όργανο της ανατολικής μουσικής.

[From ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ. See page 263.]