Μελετάμε τους πλανήτες κι όλους τους αστερισμούς τους πολέμους και τις ήττες και τους δύσκολους χρησμούς. Στην παλιά μας τη φυλλάδα που διαβάσαμε ξανά τέτοιο όνομα Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά. Μόνο σ’ έναν καζαμία με περγαμηνό χαρτί αίμα στάζαν τα σημεία σαν κομμένη αορτή. Κι όπως ρίχναμε τη σκόνη να στεγνώσει την πληγή φάνηκαν του Ομήρου οι χρόνοι και των Αχαιών η γη. Λίγα φύλλα παρακάτω καθώς έτρεχε ο καιρός σαν τη φλεγομένη βάτο πάλι φούντωνε ο χορός. Θερμοπύλες Μαραθώνες βγαίναν τώρα στη σκηνή του Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες του Φωκά οι Βυζαντινοί. Ώσπου χάραξε μια μέρα κι απ’ το Σούλι ως τη Γραβιά όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά Όμως κύλησαν τα χρόνια και στ’ αγέραστα βουνά γύρισαν τα χελιδόνια κι ήλιος φάνηκε ξανά. Αχ τελειώσαν οι σελίδες και τι έγινε μετά δεν το είδα δεν το είδες μα ο νους μου αλλού πετά. Γιατί γνώρισα ένα νέο λυπημένο και χλωμό που ’χε ζήσει στο Αιγαίο πριν απ’ τον κατακλυσμό. Τώρα που θα σταματήσει ο δικός μας ο χορός θα ’ρθει να μας τραγουδήσει για μια γέεννα πυρός. * [Όλα τα τραγούδια pages 448–449] [From ΤΑ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ. See page 445.]