Στον ποταμό τον Πάμισο

Στην Καλαμάτα μόνες τους
φυτρώνουν οι πορτοκαλιές
κι οι γλάροι τους αιώνες τους
μετράνε στις ακρογιαλιές.

Στο κάστρο μέσα οι μέλισσες
γυρεύουνε την Ιζαμπώ
μα εσύ ποτέ δε θέλησες
στο περιβόλι σου να μπω.

Με κόκκινο πουκάμισο
σακάκι σταυρωτό
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς ψηλά πετώ —
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς πετώ
με κόκκινο πουκάμισο
και με σακάκι σταυρωτό.

Εδώ στην Πελοπόννησο
γλυκά τα σήμαντρα χτυπάν
λατρεύουνε το Διόνυσο
θεός τους όμως είν’ ο Παν.

Γι’ αυτό στεφάνι φόρεσα
σαν τους παλιούς τους Σειληνούς
και σ’ ουρανούς προχώρησα
που δεν τους φτάνει ανθρώπου νους.

Με κόκκινο πουκάμισο
σακάκι σταυρωτό
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς ψηλά πετώ —
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς πετώ
με κόκκινο πουκάμισο
και με σακάκι σταυρωτό.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 422–423]

Η πρώτη γραφή είχε διαφορετικούς στίχους στα κουπλέ:

Στην Καλαμάτα βρέθηκα
μ’ ακάλυπτες επιταγές
ζωή που σε βαρέθηκα
μεγάλες μ’ άνοιξες πληγές.

Με χτύπησες αλύπητα
μα εγώ με δυο γουλιές ρακί
δε λογαριάζω τίποτα
κι ας μπω ξανά στη φυλακή.

Με κόκκινο πουκάμισο
σακάκι σταυρωτό
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς ψηλά πετώ  —
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς πετώ
με κόκκινο πουκάμισο
και με σακάκι σταυρωτό.

Εγώ δεν περιφρόνησα
ποτέ τους Καλαματιανούς
μα το μυαλό μου ακόνισα
να βρω καινούργιους ουρανούς.

Κι εκεί που όλα τα ’παιζα
και είπα ταν ή επί τας
με μπέρδεψε μια τράπεζα
και τώρα πια μην τα ρωτάς.
Με κόκκινο πουκάμισο
σακάκι σταυρωτό
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς ψηλά πετώ  —
στον ποταμό τον Πάμισο
χαρταετούς πετώ
με κόκκινο πουκάμισο
και με σακάκι σταυρωτό.

[From ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ. See page 407.]